Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

Ένα μικρό αφιέρωμα στον Ανδρέα Κάλβο


Αυτός ο τόπος δεν έχει βγάλει μόνο σκατά αλλά και μεγάλες προσωπικότητες όπως ο ποιητης Ανδρέας Κάλβος ένας επαναστατικός ποιητης που έδωσε το αίμα του ενάντια στην τυρρανία.

Μέσα απο τα σπουδαία ποιήματα του έδωσε μια μεγάλη ώθηση στον επαναστατικό αγώνα της υπόδουλης Ελλάδος.

Η πρόσφορα του μεγάλη και σημαντική έχοντας μια δική του προσέγγιση επηρεασμένη απο τα κινήματα του δυτικού κόσμου
Ιδού ορισμένα σπουδαία ποιηματα που ακόμα ανατριχιάζουν!!!

Τα ηφαίστεια

Αυγεριναί τού ηλίου ακτίνες, τι προβαίνετε;
Τάχα αγαπάει να βλέπει έργα ληστών
το μάτι των ουρανίων;

Ω! Έλληνες, ω! θείαι ψυχαί
πού εις τούς μεγάλους κινδύνους
φανερώνετε άκαμπτον ενέργειαν
καί υψηλήν φύσιν.

Πώς, πώς τής ταλαιπώρου πατρίδος
δεν πασχίζετε να σώσητε τον στέφανον;
Από τα χέρια ανόσια ληστών τοσούτων;

Είναι πολλά τα πλήθη των
και τρομερά εις την όψιν.

Αλλ’ ένας Έλλην δύναται,
ένας άνδρας γενναίος
να τα σκορπίσει.

Ο ΒΩΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ

α΄

Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε ψυχαί θερμαί, γενναίαι· εις τον βωμόν τριγύρω της πατρίδος αστράπτοντα  τρέξατε πάντες.

β΄

Ας παύσωσ’ οι διχόνοιαι που ρίχνουσι τα έθνη τυφλά, υπό τα σκληρότατα ονύχια των αγρύπνων  δολίων τυράννων.

γ΄

Τρέξατ’ εδώ· συμφώνως τους χορούς ας συμπλέξομεν, προσφέρων ο καθένας λαμπράν θυσίαν, πολύτιμον, εις την πατρίδα.

δ΄

Εδώ ας καθιερώσομεν τα πάθη μας προθύμως· τ’ άρματα ημείς αδράξαμεν μόνον διά να πληγώσομεν του Οσμάν τα στήθη.

ε΄

Εδώ πάντα τα πλούτη μας ας χύσομεν· ενόσω γυμνόν σπαθί βαστούμεν μας φθάνουσι τα φύλλα τίμια της δάφνης.

ς΄

Κι ύστερ’, αφού συντρίψομεν τον έχθιστον ζυγόν, άλλα όχι αβέβαια πλούτη θέλει μας δώσει πάλιν  η ελευθερία.

ζ΄

Εδώ ηδονάς και ανάπαυσιν ω φίλοι ας παραιτήσομεν· ξηρή πέτρα το στρώμα, φαρμάκι το ψωμί  της δουλείας είναι.

η΄

Εδώ, σαν αναθήματα, εις τον βωμόν πλησίον, τους συγγενείς, τα τέκνα μας αγαπητά, τους γέροντας  τώρα ας αφήσομεν.

θ΄

Πάντα όσα εις την καρδίαν μας είναι ακριβή, δεν πρέπουσιν εις άνδρας που τρομάζουν έμπροσθεν εις ανόητον  βάρβαρον σκήπτρον.

ι΄

Ούτε η ζωή δεν πρέπει. Τρέξατε αδέλφια, τρέξατε· συμμέτρως εχορεύσαμεν, σύμμετρα ας αποθάνομεν  διά την πατρίδα.

ΑΙ ΕΥΧΑΙ

α΄

Της θαλάσσης καλῄτερα φουσκωμένα τα κύματα να πνίξουν την πατρίδα μου ωσάν απελπισμένην,  έρημον βάρκαν.

β΄

Στην στεριάν, στα νησία καλῄτερα μίαν φλόγα να ιδώ παντού χυμένην, τρώγουσαν πόλεις, δάση, 10 λαούς και ελπίδας.

γ΄

Καλῄτερα, καλῄτερα διασκορπισμένοι οι Έλληνες να τρέχωσι τον κόσμον, με εξαπλωμένην χείρα  ψωμοζητούντες·

δ΄

Παρά προστάτας να ’χομεν. Με ποτέ δεν εθάμβωσαν πλούτη ή μεγάλα ονόματα, με ποτέ δεν εθάμβωσαν  σκήπτρων ακτίνες.

ε΄

Αν οπόταν πεθαίνει πονηρός βασιλεύς έσβην' η νύκτα έν’ άστρον, ήθελον μείνει ολίγα  ουράνια φώτα.

ς΄

Το χέρι οπού προσφέρετε ως προστασίας σημείον εις ξένον έθνος, έπνιξε και πνίγει τους λαούς σας,  πάλαι, και ακόμα.

ζ΄

Πόσοι πατέρες δίδουσιν, όχι ψωμί, φιλήματα στα πεινασμένα τέκνα τους, ενώ λάμπουν στα χείλη σας  χρυσά ποτήρια!

η΄

Όταν υπό τα σκήπτρά σας νέους λαούς καλείτε, νέους ιδρώτας θέλετε εσείς διά να πληρώσητε πλουσιοπαρόχως,

θ΄

Τα ξίφη οπού φυλάγουσι τα τρέμοντα βασίλεια σας, τα ξίφη οπού τρομάζουσι την αρετήν, και σφάζουσι  τους λειτουργούς της.

ι΄

Θέλετε θησαυρούς πολλούς διά ν’ αγοράσητε κρότους χειρών και επαίνους, και τ’ άπιστον θυμίαμα  της κολακείας.

ια΄

Ημείς διά τον σταυρόν ανδρείως υπερμαχόμεθα και σεις εβοηθήσατε κρυφά τους πολεμούντας  σταυρόν και αλήθειαν.

ιβ΄

Διά να θεμελιώσητε την τυραννίαν τιμάτε τον σταυρόν εις τας πόλεις σας, και αυτόν επολεμήσατε  εις την Ελλάδα.

ιγ΄

Και τώρα εις προστασίαν μας τα χέρια σας απλόνετε! τραβήξετέ τα οπίσω· βλέπει ο θεός και αστράπτει  διά τους πανούργους.

ιδ΄

Όταν το δένδρον νέον εβασάνιζον οι άνεμοι, τότε βοήθειαν ήθελεν, ενδυναμώθη τώρα 70 φθάνει η ισχύς του.

ιε΄

Το ξίφος σφίγξατ’ Έλληνες— τα ομμάτια σας σηκώσατε— ιδού —εις τους ουρανούς προστάτης ο θεός  μόνος σάς είναι.

ις΄

Και αν ο θεός και τ’ άρματα μας λείψωσι, καλῄτερα πάλιν να χρεμετήσωσι στον Κυθερώνα Τούρκων  άγριαι φοράδες,

ιζ΄

Παρά… Αι, όσον είναι τυφλή και σκληροτέρα η τυραννίς, τοσούτον ταχυτέρως ανοίγονται  σωτήριοι θύραι.

ιη΄

Δεν με θαμβόνει πάθος κανένα· εγώ την λύραν κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ’ ανοικτόν στόμα.

Η καλύτερη μελοποιήση σε ποιήματα του έχει γινει απο τον Μίκη Θεοδωράκη



Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Πως με κοιτάζει έτσι


Πώς με κοιτάζει έτσι αυτό το άσπρο κομμάτι χαρτί
πώς με κοιτάζει έτσι το φεγγάρι...
Πώς θροΐζει μέσα μου αυτό τον παγωμένο χάρτη στο βυθό
πώς με κοιτάει έτσι το φεγγάρι...
Ποιανού καιρού το λυπημένο δάχτυλο
κρυμμένο πίσω από δάση και βουνά
δείχνει παντού και πουθενά
τι θέλει το φεγγάρι...
Ποιανού αλόγου τρελαμένου το χλιμίντρισμα
κάνει τόση αντήχηση μέσα μου μού διογκώνει το Εγώ μου...
Ποιανής σελήνης έκλειψη ποιου φεγγαριού η χάση
μαζί σηκώνει μέσα μου άμπωτη και παλίρροια δίδυμες αδερφές μου...
πώς με κοιτ...
Πώς σκύβει έτσι πάνω στο στόμα μου να δει αν ανασαίνω ο Καρυωτάκης...
Κατερίνα Γώγου